- χρέμπτομαι
- Α(αποθ.)1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» — εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ. χρεμετίζω*, παρουσίασε, όμως, μια σημαντική σημασιολογική εξέλιξη και διαφοροποίηση και εξειδικεύθηκε σε όρο τού ιατρικού λεξιλογίου με σημ. «βήχω για να εκβάλω φλέγμα». Με τη σημ. αυτή το ρ. χρέμπτομαι και οι τ. τής οικογένειάς του μπορούν να παραβληθούν με τ. τής οικογένειας τού πτύω*, το οποίο πιθ. (όπως και το ρ. πτάρνυμαι) άσκησε επίδραση στον σχηματισμό τού ρ. χρέμ-πτ-ομαι με το συμφωνικό σύμπλεγμα -πτ-].
Dictionary of Greek. 2013.